μελεδηθμός

μελεδηθμός
μελεδ-ηθμός, ,
A practice, exercise, Orac. in App.Anth.6.140.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελεδηθμός — μελεδηθμός, ὁ (Α) άσκηση, εξάσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

  • μελεδηθμῷ — μελεδηθμός practice masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”